Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Σαραντάκος- Απριλιανής δικτατορίας

Άρθρο του Σαραντάκου που δημοσιεύτηκε στις 2.5.2011, στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης και στο ιστολόγιο του γιού του Νίκου Σαραντάκου.


Αυτές τις μέρες γυρίζει ο νους μου στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας. Βλέπετε τις προάλλες κλείσανε 44 χρόνια από την κήρυξή της.

Μολονότι είχα ογκώδη φάκελο αριστερού στην Ασφάλεια, οι στρατιωτικοί δε με είχανε γραμμένο στα κατάστιχά τους και έτσι δε με πείραξαν, όπως φοβόμουνα. Συνέχισα να δουλεύω σαν ελεύθερος επαγγελματίας στον τομέα των μονώσεων και στεγανώσεων. Μια μέρα, την άνοιξη του 1971, μου τηλεφώνησε ένας νεαρός συνάδελφος χημικός μηχανικός, που υπηρετούσε τη θητεία του ως δόκιμος σε μια στρατιωτική υπηρεσία, που είχε αντικείμενο την κατασκευή τεχνικών έργων, που με ήξερε από τότε που ήμουν αντιπρόεδρος στο Σύλλογο των Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ.
«Είσαι να τους χαλάσουμε μια κομπίνα;», μου λέει και μου εξήγησε ότι έγινε ένας διαγωνισμός για την ανάδειξη εργολάβου συντήρησης των προκατασκευασμένων σπιτιών σε πολλούς οικισμούς σεισμοπλήκτων, που παρουσίαζαν μεγάλα προβλήματα στεγανότητας. Η όλη υπόθεση ήταν έτσι μαγειρεμένη ώστε να την πάρει ένας δικός τους, που ήταν άλλωστε και ο μόνος συμμετέχων στο διαγωνισμό. Έλα όμως που βρέθηκαν δυο ξύπνιοι και λεβέντες αξιωματικοί, μέλη της επιτροπής διαγωνισμού, που μυρίστηκαν την κομπίνα και βρίσκοντας πάτημα ότι στην προσφορά του «ημέτερου» δεν είχαν κολληθεί τα σωστά μηχανόσημα, κήρυξαν το διαγωνισμό άκυρο και άγονο. Έτσι θα επαναλαμβανόταν σε μια βδομάδα.


«Θα σου στείλω τη διακήρυξη και τις τιμές που έδωσε ο τύπος. Αν μπορείς να δώσεις χαμηλότερες, την πήρες τη δουλειά.»

Του είπα πως δεν είχα χαρτιά «εθνικόφρονος», αλλά μου ξεκαθάρισε ότι κοινωνικά φρονήματα ζητούσαν σε κύριες εργολαβίες, ενώ η συγκεκριμένη θεωρείται υπεργολαβία, οπότε δε χρειάζονται. Έτσι πήρα μια πολύ σοβαρή δουλειά, που κράτησε δυο ολόκληρα χρόνια και, ανεξαρτήτως αν δεν έβγαλα λεφτά, ζήσαμε άνετα σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή έκανα σωστή δουλειά συνεχίστηκε η συνεργασία μου με το Στράτευμα και αφού η κυρίως εργολαβία ολοκληρώθηκε, καθώς μου δίνανε μικρές εργολαβίες «κατ’ επέκτασιν», δηλαδή χωρίς διαγωνισμό.
Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μου με το Στρατό, που συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Χούντας, γνωρίστηκα με αρκετούς έντιμους και σε μερικές περιπτώσεις αξιόλογους αξιωματικούς και, μολονότι ήμασταν όλοι κουμπωμένοι και ποτέ δε μιλούσαμε πολιτικά, διαπίστωσα πως πολλοί, μέσα τους, το φέρανε βαρέως γιατί βοήθησαν να μπει ο ελληνικός λαός στο γύψο. Οι βαμμένοι χουντικοί ήταν μειοψηφία, στηρίζονταν όμως στο γεγονός ότι οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν απολιτικοί και φοβισμένοι.
Μετά το Πολυτεχνείο τα πράγματα είχαν στενέψει πολύ, καθώς ο Ιωαννίδης είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και φυσικά είχε αντικαταστήσει όλους τους «παπαδοπουλικούς» αξιωματικούς σε όλες τις μεγάλες μονάδες με άλλους της εμπιστοσύνης του. Εγώ τότε βρέθηκα να συνεχίζω μιαν εργολαβία που είχε αντικείμενο τη στεγάνωση του δώματος του κτηρίου της Στρατιάς, στη Λάρισα, όταν μου τηλεφώνησε ο επικεφαλής του συνεργείου μας πως τους σταματάνε γιατί δεν έχουν χαρτιά. Επικοινώνησα με τον επιβλέποντα των εργασιών αξιωματικό, που με πληροφόρησε ότι ο νέος «Αλφάδιος» της Στρατιάς ήθελε να είναι εφοδιασμένοι με βεβαιώσεις ότι είναι «εθνικών φρονημάτων» όλοι οι πολίτες που εργάζονται στο χώρο της. Του απάντησα πως τέτοια χαρτιά η Αστυνομία θέλει τρεις μήνες για να τα βγάλει και γι’ αυτό διακόπτω τις εργασίες.

«Ελάτε απάνω», μου λέει.

Πήρα το τραίνο και πήγα στη Λάρισα αρκετά δαγκωμένος. Στην πύλη της Στρατιάς οι εσατζήδες και οι αλφαμίτες με πολύ ζόρι και αφού γίνανε πολλά τηλεφωνήματα, μ’ άφησαν να μπω, αλλά και πάλι με μιαν άδεια καρφιτσωμένη στο πέτο μου κι έναν ένοπλο εσατζή για συνοδό. Νιώθοντας περίπου αιχμάλωτος, άφησα να με οδηγήσει στο «2ο γραφείο», όπου ο διευθυντής του, ένας ψαρομάλλης συνταγματάρχης, μου ανέπτυξε, επικαλούμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, την ανάγκη να είναι όλοι οι συναλλασσόμενοι με το Στράτευμα «εγνωσμένων» εθνικών φρονημάτων. Του είπα και γω τα δικά μου, ότι η Αστυνομία θέλει τουλάχιστον τρεις μήνες για να βγάλει τέτοια χαρτιά και γι’ αυτό οι εργασίες θα συνεχιστούν την άνοιξη με το καλό.
«Μα τι λέτε τώρα», με διέκοψε τρομαγμένος. «Μπαίνει νερό από την οροφή στην Αίθουσα Χαρτών και στο γραφείο του Στρατηγού.»
Εγώ ανένδοτος. Τότε εκείνος, αφού έφερε δυο – τρεις βόλτες στο γραφείο ξύνοντας το πηγούνι του, γυρνάει και μου λέει:
«Εγγυάστε σεις;»
«Τι πράμα;», του λέω.
«Να, βεβαιώνετε υπευθύνως ότι οι εργάται σας είναι εθνικών φρονημάτων;»
«Αν η βεβαίωσή μου σας αρκεί, δεν έχω καμμιάν αντίρρηση. Τους ξέρω άλλωστε πολλά χρόνια.»
«Θα είναι όμως επίσημη, σε έντυπο του νόμου 105, με όλας τας συνεπείας εν περιπτώσει ψευδούς δηλώσεως», μου λέει.
«Κανένα πρόβλημα», του λέω.
Και έτσι εγώ, με ογκώδη φάκελο αριστερού στην Ασφάλεια, βεβαίωσα πως ο Μιχάλης, ο Αντρέας και οι άλλοι τεχνίτες μου ήταν «εθνικών φρονημάτων!»
Ο άνθρωπος τη δουλειά του ήθελε να κάνει και μια που η υπεύθυνη δήλωση του αρκούσε, τη δέχτηκε. Εξ άλλου θα υπέθεσε πως κοτζάμ εργολάβος, συναλλασσόμενος με το στράτευμα, δεν μπορεί παρά να είναι εθνικόφρων!


Πηγές: http://sarantakos.wordpress.com/2011/05/04/operxounta/

Δεν υπάρχουν σχόλια: